Wednesday 26 May 2010

Άντε επιτέλους δώσε φινάλε. Όλο το φέρνεις γύρω γύρω αλλά δεν το αποφασίζεις πια.
Πάρε χαρτί και μολύβι και άρχισε να γράφεις για εκείνο το χειμώνα.
Τι μ’ έκανες και έφερα ξανά στο νου μου τώρα που φθάνω στο τέλος. Μνήμες και γεγονότα που κουβαλάω τόσα χρόνια έρχονται να μου θυμίσουν το πικρό αντίο σου.
Ήταν αρχές Δεκέμβρη του 1997 λίγες ημέρες πριν γιορτάσουμε την ονομαστική μου εορτή. Όλο ετοιμασίες ήμασταν, φτιάχναμε το σπίτι, κατεβάζαμε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια από το πατάρι ανάβαμε που και που το τζάκι με ξύλα που είχες φέρει από το χωριό όλα φαίνονταν καλά και ωραία μόνο έτσι τελικά δεν ήταν όπως αποδείχτηκε μετέπειτα.
Καθόμασταν στη μεγάλη βεράντα του μπροστινού μπαλκονιού και εσύ με κοίταζες αμίλητη με εκείνα τα διεισδυτικά σου μάτια. Ώρες ατελείωτες και κουβέντα δεν έλεγες. Δεν είχα όμως καταλάβει τίποτα ή έτσι ήθελα να πιστεύω.
Έβλεπα το τέλος να είναι κοντά και απέφευγα επιμελώς να το αντικρίσω. Σου μίλαγα για τις ζωές μας σημασία δεν έδινες εσύ εκεί να κοιτάζεις τη θάλασσα συνεχώς πάντα σε γαλήνευε και μόνο όταν στους ατέλειωτους μονολόγους μου ανέφερα τις λέξεις «μακριά» και «ταξίδια» τότε για λίγο έστρεφες το βλέμμα σου πάνω μου και με κοίταζες μάλλον αποδοκιμαστικά μπορεί και να με λυπόσουν.
Και εσύ ποτέ δεν απαντούσες σε ότι και αν έλεγα βούρκωνες έτσι ξαφνικά πήγαινες για λίγο μέσα έπαιρνες κάτι πιο βαρύ να φορέσεις, Δεκέμβρης μήνας άλλωστε και επέστρεφες όπως και πριν αμίλητη και μελαγχολική. Αξημέρωτα πια όταν δεν άντεχα άλλο να σε βλέπω να με αγνοείς και έγερνα από τη νύστα έσερνα τα πόδια μου ως το διπλανό δωμάτιο και κατάκοπος κατάφερνα για λίγο να κλείσω τα μάτια μου.
Και όμως ακόμη και τώρα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις λιγοστές λέξεις που άφησες πίσω σου αναρωτιέμαι τι πήγε τόσο λάθος, προσπαθώ να καταλάβω νοήματα που ίσως με την πρώτη φορά δεν είδα και μετά όταν πια οι αντοχές μου λιγοστεύουν παίρνω τους δρόμους μεσάνυχτα ψάχνοντας τη λύτρωσή μου.
Και έτσι περιπλανώμενος άσκοπα καταλήγω στο σημείο του αποχαιρετισμού ή για να είμαι πιο ακριβής στο σημείο που εγώ σε αποχαιρετούσα ελπίζοντας στο ανέλπιστο. Καρβουνόσκονη, μυρωδιές από τα διπλανά σουβλατζίδικα, μοναξιές που συναντώνται στα παρακείμενα χαμόσπιτα, τα κόκκινα φώτα της αποβάθρας, βουβές σκιές και απλανή βλέμματα να μου θυμίζουν τόσο έντονα εκείνη τη σκηνή.
Εσύ με τη δερμάτινη βαλίτσα στο χέρι ότι πρόχειρα είχες προλάβει να βάλει μέσα της και δίπλα σου ένας ώριμος άντρας, κουρασμένος από την καθημερινότητα, το πρόσωπό του ηλιοκαμένο άνθρωπος του μεροκάματου να σε κρατάει σφιχτά από το χέρι.
Και εγώ να σε κοιτάω από μια γωνιά να φεύγεις να μην μπορώ να αντιδράσω, ακόμη και τώρα οι τελευταίες εκείνες προειδοποιήσεις του σταθμάρχη για τους αργοπορημένους επιβαίνοντες βοούν στα αυτιά μου και να μένω μετέωρος με το γράμμα στο χέρι και τις λιγοστές αράδες του να μου επαναλαμβάνουν τα τελευταία σου λόγια: «Απλώς δραπετεύω από σένα. Μην με ψάξεις».