Saturday 12 December 2009

Πλησίαζε ημερολογιακά η κορύφωση της πιο μεγάλης νύχτας και σε λίγο αντίστροφα θα μετρούσε ο χρόνος για τη γλυκιά άνοιξη. Αυτή η αέναη μάχη της νύχτας με το σκότος θύμιζε για πολλούς λόγους προσδιορισμένους ή μη, τις επαλαμβανόμενες, παραδοσιακές και συνάμα μελαγχολικές οικογενειακές γιορτές των ημερών που τις περισσότερες των φορών τελείωναν αδιάφορα.

Στο πατρικό σπίτι κουτιά πεταμένα στην άκρη της αποθήκης στοιβαγμένα άναρχα περίμεναν να υποδεχτούν φωτογραφίες περασμένων ετών. Δυο δρόμους πιο κάτω στην παλιά γειτονιά, παιδιά διαφόρων ηλικιών μαζεύονταν λίγο πριν δύσει ο ήλιος για να αρχίσουν το πολύωρο παιχνίδι τους.

Στο παλιό λιμάνι, πρόσφατα επισκευασμένο για να μπορεί να υποδέχεται εμπορικά πλοία που εξυπηρετούν ανάγκες επίδοξων επιχειρηματιών, σαραβαλιασμένες γαίτες στέκονταν πλάι σε μεγαλύτερα σκάφη και προσπαθούσαν να κλέψουν λίγο από τη λάμψη τους.

Λίγο πιο πέρα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες και γυναίκες κουβέντιαζαν σε υψηλούς τόνους περί ανέμων και υδάτων και μια παράταιρη βοή χαλούσε τη σαγηνευτική βραδιά. Ο δρόμος της λιμνοθάλασσας υπέροχα φωτισμένος από το ολόγιομο φεγγάρι προσκαλούσε τους κατοίκους σε γοητευτικούς περιπάτους. Αριστερά και δεξιά του μικρές παρέες των δυο και τριών ατόμων δόλωναν τα καλάμια τους, έπαιρναν τις θέσεις τους μέσα στις βάρκες, γελούσαν φωναχτά για τα πειράγματα που έκαναν ο ένας στον άλλον και ετοιμάζονταν να ξημερωθούν ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά η θάλασσα θα τους κάνει το χατίρι.

Στο τέλος του κυρίου δρόμου, ένας μικρός χωματόδρομος οδηγούσε σε μια απόμερη παραλία. Από μακριά δύσκολα κανείς ξεχώριζε τα σκουριασμένα παγκάκια που στέκονταν στο φθαρμένο τσιμεντένιο κράσπεδο. Δυσδιάκριτες σκιές αποκάλυπταν την ύπαρξη ανθρώπων και η κάφτρα των τσιγάρων το επιβεβαίωνε. Στα δεξιά του παρακείμενου τοίχου μια φωτιά πρόχειρα αναμμένη, μικρές φωνές που πνίγονταν στον αέρα, μηχανάκια που έκαναν συνεχώς την εμφάνιση τους αποκάλυπταν το επερχόμενο ξεφάντωμα. Μουσικές ανάμεικτες έβγαιναν από τα ανοιχτά ραδιόφωνα των αυτοκινήτων που πρόχειρα είχαν παρκάρει στην αρχή της αμμουδιάς και κάτι γρυλίσματα αδέσποτων μάλλον σκύλων με δυσκολία πια ακούγονταν....

Ξημέρωνε Κυριακή, μουντά σύννεφα που το φεγγάρι φώτιζε πλησίαζαν απειλητικά πάνω από την παραλία και ένας λυσσασμένος βοριάς πάγωνε ακόμη πιο πολύ την ήδη κρύα ατμόσφαιρα. Οι πιο προνοητικοί που έγκαιρα είχαν εφοδιαστεί με πανοφώρια άρχιζαν στην αρχή διστακτικά και μετά πιο έντονα να τα αποκαλύπτουν ενώ οι λιγότερο από αυτούς έψαχναν για δανεικό από γνωστούς και φίλους, ίσως και ως πρόσχημα για μια νέα γνωριμία, σίγουρα όμως είχαν ήδη μετανιώσει για την επιπολαιότητά τους αυτή που μπορεί εντούτοις να ήταν η αρχή ενός θυελλώδους έρωτα ή μιας γλυκιάς περιπέτειας.

Στην άκρη της παραλίας τρία τέσσερα ζευγάρια είχαν από ώρα απλώσει παλιά χαρτόκουτα στην άμμο, είχαν προλάβει να σκεπαστούν με φθηνά λινά άχρηστα υφάσματα, άλλοτε μιλούσαν χαμηλόφωνα και άλλοτε ερωτοτροπούσαν ενώ λίγα μέτρα μακριά δυο αναμμένοι φάροι πρόσφατα επισκευασμένοι υποδέχονταν τα πρώτα μικρά καίκια.

Είχε πια ξημερώσει η επόμενη μέρα...Το πρώτο φως του ήλιου έδειξε και στους εναπομείναντες το δρόμο της επιστροφής. Σιγά σιγά και οι τελευταίοι που μάλλον είχαν ξεχαστεί άρχισαν να αποχωρούν, δυο τρεις έψαχναν ματαίως για μέσο επιβίβασης, τα αναποδογυρισμένα χαρτόκουτα θύμιζαν τα ερωτευμένα ζευγαράκια που είχαν από ώρα αποχωρήσει και μόνο ένα καθισμένο στην άκρη του χαλασμένου πάγκου έκανε ακόμη παρέα στους φάρους που είχαν από το χάραμα σταματήσει να φωταγωγούν και απλώς υποδέχονταν τα τελευταία ξεχασμένα πλοιάρια του χθες στο σήμερα.
Το χθες σαν σήμερα λοιπόν..

Saturday 5 December 2009

Όσο περνούν τα χρόνια, όπως κάποτε σε κάποιον από τους αγαπημένους μου είχα διαβάσει καταλαβαίνεις ότι η αλήθεια λέγεται "πληθυντικός".Υπάρχουν πολλές αλήθειες και όχι μία η δική σου η απόλυτη.Όσο περνούν τα χρόνια χειροκροτεί μέσα μας το ίσως...
Όσο περνούν λοιπόν τα χρόνια ολοένα και οι αναμνήσεις παίρνουν τη θέση των ονείρων'τότε είναι που καταλαβαίνεις πώς γερνάς. Όσο περνούν τα χρόνια μου λείπουν τα παιδικά μου χρόνια στη μικρή μου πόλη που μεγάλωσα, με τα παιχνίδια και την ανεμελιά τους, χρόνια γεμάτα χαρά και αθωότητα. Μου λείπουν τα καλοκαιρινά απογεύματα τότε που γυρνάγαμε από το μπάνιο στη θάλασα γεμάτοι αλάτι, φοράγαμε πρόχειρα μπαλωμένα κοντά παντελόνια και κολλητά πολύχρωμα μπλουζάκια και τρέχαμε στις αλατένιες αλάνες, "σάλτσινα" τα λέμε στα μέρη μου για να ξεδιπλώσουμε το ταλέντο μας πάνω στην ασπρόμαυρη "θεά".
Όσο περνούν τα χρόνια μου λείπει η σκληρή μου εφηβεία και οι ανεπίδοτοι ερωτές της. Θυμάμαι έντονα τα μελαγχολικά απογεύματα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, απογεύματα άγευστα και χλιαρά, τότε που τα όνειρα έπαιρναν τη θέση του πραγματικού. Θυμάμαι παιχνίδια και μουσικές, σχολικές εκδρομές και "παραδοσιακές" καταλήψεις.
Έτσι λοιπόν όσο περνούν τα χρόνια μου λείπουν τα φοιτητικά μου, χρόνια γεμάτα ζωντάνια και όνειρα. Μου λείπουν οι ωραίες συζητήσεις με φίλους άγρια χαράματα στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού,τα αξέχαστα ξενύχτια μας, οι απογοητεύσεις του έρωτα και οι γεμάτες ηδονή απολήξεις του.
Μα πάνω από όλα όσο περνάει ο καιρός μου λείπει διπλά ο πατέρας μου με τις φωνές του και τα γλέντια του με τις ιστορίες του και τα ταξίδιά του, ο πατέρας μου που έλεγε ότι η μπάλα και ο δρόμος είναι λύτρωση' τότε είναι που παίρνω τους δρόμους μεσάνυχτα, χάνομαι σε σκοτεινές γωνιές της πόλης, αναζητώ μάταια την παρουσία του και ανακαλώ στο νου μου τις ζωντανές μας συζητήσεις για τους μεγάλους αντιφατικούς της ζωής που τόσο και οι δυο μας αγαπήσαμε...

Saturday 28 February 2009

Φθάνουμε λοιπόν στο τέλος. Τα συναισθήματα παρόντα, άλλοτε λυτρωτικά ενίοτε αντιφατικά ανατρέπουν βεβαιότητες και επιβάλλουν αναπροσαρμογές. Άνοιξη επίκειται και το φως ολοένα και γίνεται περισσότερο. Αναμνήσεις χρόνων επιστρέφουν διακριτικά να μου θυμήσουν τη διαβρωτική παρουσία του χρόνου.
Εδώ λοιπόν κλείνει ο κύκλος μου. Φεύγω ακόμη μια φορά μήπως μπορέσω και βρω το δρόμο μου πριν με διαβρώσει ο αδυσώπητος χρόνος. Τα όνειρα ακόμη παραμένουν ζωντανά περιμένοντας με ανυπομονησία να βρουν ανταπόκριση ενώ παράλληλα δημιουργούνται νέες ουτοπίες που ωθούν το μυαλό σε εμβαθυντική διερεύνηση. Ταυτόχρονα, σκέψεις στροβιλίζονται ψάχνοντας απάντηση στα ερωτήματα που αυτές προκαλούν. Ανάμεικτες αντιδράσεις σε παράλληλες δραστηριότητες της καθημερινότητας αποκαλύπτουν επιτυχώς την ευμεγέθη αντιφατικότητα της ίδιας της ζωής. Πολλές οι σκέψεις, δύσκολα στοιχίζονται και οριοθετούνται, ψάχνουν διέξοδο και αιωνίως ανακυκλώνονται.
'Ανοιξη μπροστά μας και τα συναισθήματα να εναλλάσσονται. Μια έντονη χαρμολύπη έρχεται να με ταρακουνήσει και να μου τονίσει τη μαγεία της πιο ωραίας εποχής του χρόνου. Μια βόλτα με τα ποδήλατα στα πιο απλά και όμορφα σημεία της πολης με συνεπαίρνει και απλώς μου θυμίζει τη μαγεία του λιτού που τόσο εύκολα είχα ξεχάσει.
Έχει αρχίσει να βραδιάζει, το φως λιγοστεύει, η ώρα έχει ήδη περάσει , το κρύο κάνει την επανεμφάνισή του, ίσως από τις τελευταίες του πριν η άνοιξη για τα καλά σταθεί μπροστά μας και εγώ παίρνω το δρόμο της επιστροφής αφήνοντας για λίγο ακόμη τη φαντασία μου να οργιάσει. Μάταια όμως καθώς ήδη ένας τυπικός συναδελφικός χαιρετισμός με επαναφέρει στην πραγματικότητα αφήνοντας τις σκέψεις μου για άλλη μια φορά μετέωρες.