Monday 22 March 2010

Θέλω τις σιωπές σου

Ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής του. Ίσως να ήταν. Αυτή η αβεβαιότητα του ίσως που κυριαρχούσε στη ζωή του τον έκανε να μην απολαμβάνει ούτε αυτό που ζούσε τώρα μαζί της. Την είχε στην αγκαλιά του και όμως ακόμη φοβόταν ότι θα την έχανε. Την φιλούσε δυνατά λες και ήθελε να αφήσει το αποτύπωμά του επάνω της. Άρχισε να της μιλά για τα χρόνια που πέρασαν. Δεν ήθελε να την εντυπωσιάσει με την ευφράδεια του λόγου του. Τα είχε καταφέρει άλλωστε και ήταν μαζί της.
Της έλεγε για αγαπημένους του συγγραφείς και για τα χρόνια που αυτοί μάγευαν τη φαντασία του. Φιλοσοφούσε στο αυτί της ψιθυριστά για αλήθειες που είναι πολλές και όχι μόνο μία , έτσι της είπε. Όσο περνούν τα χρόνια συνέχισε μετά χειροκροτεί μέσα μας το ίσως.
Πάλι το ίσως είχε κάνει την εμφάνισή του. Σε κάθε πρόταση του σε κάθε του σκέψη. Ανασφαλής όσο ποτέ άλλοτε, με τη λέξη αυτή να στριφογυρίζει στο μυαλό του.
Για λίγο σταμάτησε να μιλά, την κοίταξε μέσα στα μάτια, την είδε να δακρύζει ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Μετά από παύση μερικών λεπτών όπου και οι δυο αμήχανα κοιτούσαν την πόλη που απλωνόταν από κάτω τους, άρχισε μια καινούρια εξιστόρηση των περασμένων χρόνων. Της μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια πια και για το πόσο του έλειπαν. Του έλειπαν οι φίλοι των σχολικών του χρόνων, τα καλοκαιρινά ζεστά μεσημέρια στις αλατένιες αλάνες με αμέτρητες ώρες μπάλας και άλλων παιχνιδιών και μετά εκείνα τα βράδια των πρώτων του ερωτικών σκιρτημάτων.
Ήθελε να συζητήσει μαζί της για την εφηβεία του. Σκληρή εφηβεία και ανεπίδοτοι έρωτες. Θυμήθηκε έντονα τα μελαγχολικά απογεύματα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, απογεύματα άγευστα και χλιαρά. Έφερε στο νου του παιχνίδια και μουσικές, σχολικές εκδρομές και "παραδοσιακές" καταλήψεις.
Αυτή παρέμεινε σιωπηλή. Ήταν σίγουρος, να μια φορά που ήταν και για κάτι σίγουρος ότι έτρεχε αλλού ο λογισμός της. Άρχισαν να τον πιάνουν ξανά οι γνωστές του ανασφάλειες, σηκώθηκε απότομα από το παγκάκι, πήγε ως το αυτοκίνητο που είχε αφήσει λίγο πιο πέρα. Άνοιξε την πόρτα του, στο πίσω μέρος είχε αφήσει τα στριφτά του τσιγάρα.
Με γρήγορες κινήσεις πήρε τον καπνό μαζί του, έναν φτηνιάρικο αναπτήρα και επέστρεψε εκεί που την είχε αφήσει• αυτή στο ίδιο σημείο τον περίμενε αμίλητη και αυτή τη φορά. Έστρεψε το βλέμμα πάνω του και έτσι νόμιζε ότι κάτι θα του πει. Λάθεψε όμως. Αυτός γύρισε το πρόσωπό του στην αντίθετη κατεύθυνση πήρε μια βαθιά ανάσα, έκρυψε τις ανασφάλειές του και ξαναγύρισε προς το μέρος της.
"Μίλα μου, σαν να την ικέτευε, αυτή η σιωπή σου με φοβίζει" της είπε.
Αυτή ακόμη αμίλητη, γύρισε το βλέμμα της αργά αλλά σταθερά προς το μέρος του, τον τράβηξε πάνω της, άρχισε να τον αγκαλιάζει σαν μικρί παιδί, έφερε το αυτί του στα χείλη της και του ψιθύρισε "Μου φτάνει που είσαι εδώ τώρα μαζί μου, μου φτάνει που σ' αγκαλιάζω, δεν θέλω τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή μόνο τις σιωπές σου"...

No comments: